-
1 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
2 аппарат
аппарат м 1) (прибор) η μηχανή, το μηχάνημα; теле фонный \аппарат η τηλεφωνική συσκευή 2) (орган управления ) ο μηχανισμός государственный \аппарат о κρατικός μηχανισμός* * *м1) ( прибор) η μηχανή, το μηχάνημαтелефо́нный аппара́т — η τηλεφωνική συσκευή
2) ( орган управления) ο μηχανισμόςгосуда́рственный аппара́т — ο κρατικός μηχανισμός
-
3 механизм
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) μηχανισμός•передаточный механизм μεταδοτικός κινητικός μηχανισμός•
механизм часов μηχανισμός ωρολογίου•
государственный механизм κρατικός μηχανισμός.
-
4 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
5 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
6 аппарат
аппаратм1. тех. ἡ συσκευή, τό μηχάνημα:телефонный \аппарат τό τηλέφωνο, ἡ τηλεφωνική συσκευή; фотографический \аппарат ἡ φωτογραφική μηχανή;2. (работники учреждения, штат) ὁ μηχανισμός:административный \аппарат ἡ διοικητικός μηχανισμός; государственный \аппарат ὁ κρατικός μηχανισμός;3. физиол. (совокупность органов) τά ὅργανα:дыхательный \аппарат τά ἀναπνευστικά ὅργανα -
7 аппарат
1. (прибор, приспособление, техническое устройство) η συσκευή, το μηχάνημα, ο μηχανισμόςотделочный - τε-λειώματος/φινιρίσματοςперегонный хим. απόσταξης2. (система органов человека, животного или растения, выполняющих какую-л. определённую функцию организма) το σύστημα 3. (учреждение или система учреждений) η μηχανή, ο μηχανισμόςгосударственный - κρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппарат
-
8 дифференциал
1. мех. о διαφορικός μηχανισμός, το σύστημα των οδοντωτών τροχών γραναζιών 2. мат. το διαφορικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дифференциал
-
9 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
10 механизм
-
11 устройство
устройство с 1) (оборудование) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η εγκατάσταση 2) (структура) το σύστημα; общественное (государственное) \устройство το κοινωνικό (κρατικό) σύστημα* * *с1) ( оборудование) ο μηχανισμός, το μηχάνημα, η εγκατάσταση2) ( структура) το σύστημαобще́ственное (госуда́рственное) устро́йство — το κοινωνικό (κρατικό) σύστημα
-
12 аппарат
-а α.1. συσκευή οργάνων, μηχανών κλπ. фотографический аппарат η φωτογραφική μηχανή•аппарат телефонный аппарат το τηλέφωνο.
2. σύστημα•дыхательный аппарат το αναπνευστικό σύστημα.
3. μηχανή, μηχανισμός•государственный аппарат η κρατική μηχανή ή ο κρατικός μηχανισμός.
εκφρ.научный аппарат – το υλικό και βοηθήματα επιστημονικής εργασίας. -
13 организм
-а ά. οργανισμός•развитие организм -а ανάπτυξη του οργανισμού•
животный организм ζωικός οργανισμός•
растительный организм φυτικός οργανισμός•
крепкий организм γερός οργανισμός.
|| μηχανισμός•государственный -κρατικός μηχανισμός.
-
14 привод
привод 1-а α.1. προσαγωγή•привод подсудимых προσαγωγή των κατηγορούμενων.
2. δικαστικό ένταλμα βιαίας προσαγωγής. || σύλληψη• κλείσιμο στο κρατητήριο.привод 2-а α.(τεχ.) μηχανισμός εκκίνησης•электрический привод ηλεκτρικός μηχανισμός εκκίνησης•
ручной привод χειροκίνητη συσκευή εκκίνησης•
ремнный привод κίνηση με λωρί•
зубчатый привод οδοντωτική κίνηση•
цепной привод αλυσιδωτή κίνηση (με αλυσίδα)•
конный привод το μάγγανο.
-
15 автомат
1. (автоматический выключатель) ο αυτόματος διακόπτηςмасляный - λαδιού/ελαίου2. (в значении станок) η αυτόματη μηχανή 3. (механизм, аппаратура) ο αυτόματος μηχανισμός, η αυτόματη συσκευή 4. (оружие) το αυτόματο (όπλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомат
-
16 агротехника
1. (наука) η αγροτεχνική 2. (оборудование) о γεωργικός μηχανισμός εξοπλισμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агротехника
-
17 вариатор
1. маш. о μηχανισμός της μη κλιμακωτής/ομαλής μετάδοσης 2. эл. о μετασχηματιστής μεταβλητής απόδοσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариатор
-
18 ветроагрегат
ο ανεμοκινητος μηχανισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветроагрегат
-
19 гидроагрегат
1. (электростанции) η υδροηλεκτρική μονάδα 2. (механизм) о υδραυλικός μηχανισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроагрегат
-
20 гидромеханизм
ο υδραυλικός μηχανισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидромеханизм
См. также в других словарях:
μηχανισμός — ο 1. (μηχανολ.) το σύνολο τών μέσων που χρησιμοποιούνται σε μια μηχανική κατασκευή και τα οποία αποσκοπούν στη μετάδοση και τη διαμόρφωση τής κίνησης σε μια μηχανή ή σε ένα σύνολο μηχανικών εξαρτημάτων 2. χημ. η περιγραφή τών διαφόρων σταδίων που … Dictionary of Greek
μηχανισμός — ο 1. μηχανή, μηχάνημα: Χάλασε ομηχανισμός του ρολογιού. 2. ο τρόπος λειτουργίας ενός οργανισμού ή υπηρεσίας: Ο κρατικός μηχανισμός παρέλυσε λόγω της απεργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασφάλειας, μηχανισμός — Στα διάφορα όπλα, όπως και σε άλλα πεδία της τεχνικής, η διάταξη που εμποδίζει την πρόωρη λειτουργία ενός ορισμένου μηχανισμού. Έτσι, π.χ. στους πυροσωλήνες των οβίδων, η αδράνεια των κινητών εσωτερικών μαζών ή η φυγόκεντρη δύναμη θέτουν σε… … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
συναλλαγματικά συστήματα — Υπάρχουν βασικές διαφορές, στα θέματα του εξωτερικού σ. ανάλογα με τα νομισματικά συστήματα που εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες. Θα περιγράψουμε εδώ σύντομα τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι εξωτερικές συναλλαγές στα κυριότερα από αυτά … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek